- ἐπαποθανεῖν
- ἐπαποθνήσκωdie afteraor inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαποθνήσκω — ἐπαποθνήσκω (Α) 1. πεθαίνω μετά τον θάνατο κάποιου («οὐ μόνον ὑπεραποθανεῑν ἀλλὰ καὶ ἐπαποθανεῑν τετελευτηκότι», Πλάτ.) 2. πεθαίνω ενώ κάνω κάτι 3. απόλ. πεθαίνω … Dictionary of Greek